παρεώ

παρεώ
-άω / παρεῶ, -άω, ΝΜΑ
αφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώ
νεοελλ.
ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρω
β) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρω
μσν.
1. εγκαταλείπω, αφήνω
2. επιτρέπω
(μσν-αρχ.) παθ. παρεῶμαι, -άομαι
παραλείπομαι
αρχ.
παραμελώ κατά λάθος την εκτέλεση εντολής που περιέχεται σε διαθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐῶ «-αφήνω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • παρεῶ — παρεάω let pass pres imperat mp 2nd sg παρεάω let pass pres subj act 1st sg (attic epic ionic) παρεάω let pass pres ind act 1st sg (attic epic ionic) παρεάω let pass pres subj act 1st sg (attic epic doric ionic) παρεάω let pass pres ind act 1st… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέω — πάρειμι 1 sum pres subj act 1st sg (epic doric ionic aeolic) πείρω pierce aor subj pass 1st sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παρέαση — η [παρεώ] ναυτ. το καλουμάρισμα 2. μτφ. παραμέληση, αμέλεια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”