- παρεώ
- -άω / παρεῶ, -άω, ΝΜΑαφήνω κάτι να παρέλθει, παραβλέπω παραμελώνεοελλ.ναυτ. α) (σχετικά με άγκυρα) αφήνω να ολισθήσει στη θάλασσα, κν. καλουμάρωβ) (σχετικά με σχοινιά) χαλαρώνω, λασκάρω, μποσικάρωμσν.1. εγκαταλείπω, αφήνω2. επιτρέπω(μσν-αρχ.) παθ. παρεῶμαι, -άομαιπαραλείπομαιαρχ.παραμελώ κατά λάθος την εκτέλεση εντολής που περιέχεται σε διαθήκη.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐῶ «-αφήνω»].
Dictionary of Greek. 2013.